Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μυρσίνη τὸ φυτόν

См. также в других словарях:

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • σκόρνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κόρνος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»